ξεδιάλυμα

ξεδιάλυμα
το [ξεδιαλύνω]
1. ξεκαθάρισμα
2. αποσαφήνιση, διευκρίνιση
3. (για όνειρα) επαλήθευση τής ερμηνείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεδιάλυμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεδιαλύνω, το ξεκαθάρισμα, η διευκρίνιση. 2. για όνειρα, η πραγματοποίηση της ερμηνείας που δόθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”